μαγέρικο

μαγέρικο
το закусочная; столовая; кабачок, трактир, харчевня

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μαγέρικο" в других словарях:

  • μαγέρικο — το λαϊκό εστιατόριο, το μαγειρείο: Το μαγέρικο στη γωνία φημίζεται για την καθαριότητά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγέρικο — το λαϊκό εστιατόριο, μαγειρείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγερας + κατάλ. ικο (πρβλ. μανάβης: μανάβικο)] …   Dictionary of Greek

  • magher — MÁGHER s. v. bucătar. Trimis de siveco, 25.10.2008. Sursa: Sinonime  maghér (maghéri), s.m. – Bucătar la o mănăstire. ngr. μάγειρος, parţial prin intermediul sl. magerŭ (Tiktin). sec. XVII, împrumut cult, înv. – Der. magherniţă, s.f. ( …   Dicționar Român

  • μαγειρειό — μαγειρειό, το και μαγειρείο, το 1. οχώρος όπου μαγειρεύονται τα φαγητά, η κουζίνα: Δουλεύει στο μαγειρείο ενός νοσοκομείου. 2. λαϊκό εστιατόριο, το μαγέρικο: Άνοιξε ένα φτηνό μαγειρείο κοντά στο πανεπιστήμιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»